κουρκουτιάζω

κουρκουτιάζω
-ιασα, κουρκουτιασμένος, -η, -ο
1. (για φαγώσιμα), γίνομαι κουρκούτι, χυλώνω.
2. μτφ., ζαλίζομαι πολύ και δεν μπορώ να σκεφτώ, φλομώνω.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κουρκουτιάζω — κουρκουτιάζω, κουρκούτιασα, κουρκουτιασμένος βλ. πίν. 35 και πρβλ. κουρκουτιαίνω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κουρκουτιάζω — και κουρκουτιαίνω [κουρκούτι] 1. παραζαλίζομαι 2. αποβλακώνομαι, ξεκουτιάζω, ξεμωραίνομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”